- τρεψιχρως
- τρεψίχρωςτρεψί-χρως-ωτος adj. меняющий цвет (кожи) Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τρεψίχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α (για ένα είδος πολύποδα) αυτός που μεταβάλλει το χρώμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέψις + χρώς, χρωτός, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) «χρώμα, επιδερμίδα» (πρβλ. θρυψί χρως)] … Dictionary of Greek